desalojar - ορισμός. Τι είναι το desalojar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι desalojar - ορισμός


desalojar      
desalojar      
desalojar (de "des-" y "alojar")
1 ("de") tr. Dejar vacío un lugar marchándose de él: "Las tropas desalojaron el pueblo hace unos días". *Desocupar.
2 (acep. causativa) Dejar vacío un lugar o recinto haciendo *salir de él a alguien o algo que lo ocupa: "La policía desalojó el local". *Expulsar. El complemento puede ser también la cosa que sale: "Al entrar el agua en la vasija desaloja el aire". *Sacar.
desalojar      
verbo trans.
1) Sacar o hacer salir de un lugar a una persona o cosa.
2) Abandonar un puesto o un lugar.
3) Desplazar.
verbo intrans.
Dejar el hospedaje, sitio o morada voluntariamente.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για desalojar
1. Soldados que intentaron desalojar a los extremistas fueron golpeados.
2. La Comuna necesita desalojar el predio para remodelarlo.
3. El caos se desató cuando la Policía intentó desalojar a los manifestantes.
4. Siguen, además, negándose a desalojar los aeropuertos, ocupados la semana pasada, lo que obligó a cerrarlos.
5. El siniestro, que ha destrozado dos viviendas, ha obligado a desalojar a sesenta vecinos del inmueble.
Τι είναι desalojar - ορισμός